- παρακαλπάζω
- ΜΑτρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακαλπάσας — παρακαλπά̱σᾱς , παρακαλπάζω run beside a trotting fut part act fem acc pl (doric) παρακαλπά̱σᾱς , παρακαλπάζω run beside a trotting fut part act fem gen sg (doric) παρακαλπάσᾱς , παρακαλπάζω run beside a trotting aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)